- στεφανώνομαι
- στεφανώνομαι, στεφανώθηκα, στεφανωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παντροβλογούμαι — στεφανώνομαι, γίνεται ο γάμος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρεύω + βλογώ / ευλογώ] … Dictionary of Greek
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek
ταινιώνω — ταινιῶ, όω, ΝΑ [ταινία] 1. περιβάλλω με ταινίες 2. στολίζω με ταινία αρχ. 1. μέσ. ταινιοῡμαι, όομαι φορώ ταινία γύρω από το κεφάλι μου 2. παθ. στεφανώνομαι («τῆς σῆς ἑορτῆς ἀξίως παίσαντα καὶ σκώψαντα νικήσαντα ταινιοῡσθαι», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
παντρεύω — πάντρεψα, παντρεύτηκα, παντρεμένος 1. δίνω σε γάμο: Παντρέψτε με στα μακρινά, να ξέρω να παινιέμαι (παροιμ.). 2. για ιερέα και κουμπάρο, στεφανώνω: Ο παπα Γιώργης τους πάντρεψε κρυφά στο μοναστήρι. 3. μέσ., παντρεύομαι παίρνω σύζυγο, στεφανώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)